αποθνήσκω

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποθνῄσκω, (Μ κ. ἀποθνήσκω)
1. πεθαίνω
2. σκοτώνομαι
3. αποχωρίζομαι οριστικά από κάτι, το αποκηρύσσω οριστικά («ἀπέθανε τῇ ἁμαρτίᾳ»)
αρχ.
1. πεθαίνω στα γέλια, πάω να σκάσω απ' τα γέλια
2. φρ. «ἀποθνῄσκω τῷ δέει» — πεθαίνω από τον φόβο μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + θνήσκω
ο απλός τ. (θνῄσκω) στον πρκμ. και υπερσ. χρησιμοποιείται κανονικά, ενώ οι ενεστ., μέλλ. κ. αόρ. υποκαθίστανται από τους χρόνους του συνθ. ἀποθνῄσκω].