τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
(AM ἀπομανθάνω, Μ κ. -μαθαίνω)λησμονώ κάτιμσν.- νεοελλ.κάνω κάποιον να ξεχάσει κάτινεοελλ.μαθαίνω πολύ καλά.