απομαθαίνω

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

(AM ἀπομανθάνω, Μ κ. -μαθαίνω)
λησμονώ κάτι
μσν.- νεοελλ.
κάνω κάποιον να ξεχάσει κάτι
νεοελλ.
μαθαίνω πολύ καλά.