απομνημονεύω

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source

Greek Monolingual

ἀπομνημονεύω)
προσπαθώ να συγκρατήσω, συγκρατώ στη μνήμη μου, αποστηθίζω
αρχ.
1. διηγούμαι από μνήμης
2. ανακαλώ στη μνήμη μου
3. «ἀπομνημονεύω τινί τι»
ἔχω ἄσχημη ἐντύπωση, σκέπτομαι κακό για κάποιον
4. φρ. «ἀπομνημονεύω ὄνομα» — δίνω όνομα για ανάμνηση κάποιου πράγματος.