Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αποσβολώνω

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

(Μ ἀπασβολῶ, -όω)
κάνω κάποιον να σωπάσει από κατάπληξη ή ντροπή
μσν.
μαυρίζω κάτι με ασβόλη, καπνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απασβολώνω < απ(ο)- + ασβολώνω (< αρχ. ασβολώ) «προξενώ σε κάποιον αναστάτωση με αιφνιδιαστική είδηση ή ενέργεια, προσβάλλω, κακοποιώ». Ο τ. ανήκει στις σύνθετες με πρόθεση λέξεις στις οποίες αρχικά υπήρχε η πρόθεση αλλοιωμένη και αργότερα αποκαταστάθηκε με παρετυμολογία στον πλήρη τύπο της].