αποσκολάζω

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436

Greek Monolingual

κ. αποσκολάζω κ. αποσκολνώ (AM ἀποσχολάζω)
σταματώ την απασχόληση μου, ξεκουράζομαι
μσν.
(για στράτευμα) εγκαθίσταμαι κάπου και ησυχάζω
αρχ.
1. ψυχαγωγούμαι με κάτι
2. διαθέτω χρόνο για να κάνω κάτι.