αποτελματώνω

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek Monolingual

κ. -τελματώ
1. αφήνω κάτι στάσιμο, διαιωνίζω, ματαιώνω
2. (-ώνομαι)
πέφτω σε αδράνεια, σε νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + τελματώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].