αποτελματώνω

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

Greek Monolingual

κ. -τελματώ
1. αφήνω κάτι στάσιμο, διαιωνίζω, ματαιώνω
2. (-ώνομαι)
πέφτω σε αδράνεια, σε νωθρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + τελματώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].