αποτυφλώνω
From LSJ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
Greek Monolingual
(AM ἀποτυφλῶ, -όω, Μ κ. -τυφλώνω)
1. καθιστώ κάποιον τελείως τυφλό, αποστραβώνω
2. μτφ. αποτρελαίνω κάποιον, τον κάνω να μη μπορεί να σκέπτεται λογικά
3. (-ομαι) αισθάνομαι ενόχληση, θάμπωμα στα μάτια μου, θαμπώνομαι
αρχ.
1. κόβω τον οφθαλμό (μάτι) ενός φυτού
2. (για πηγή) φράζω.