αράχνιον

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

ἀράχνιον, το (Α)
1. ιστός της αράχνης
2. αρρώστεια ελαιόδεντρων
3. μικρή αράχνη, σφαλαγγουράκι, μαμούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό της λ. αράχνη].