αργυρόπεζα

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

ἀργυρόπεζα, η (Α) (επίθ. θεών)
αυτή που έχει αργυρά πόδια ή σανδάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + πέζα, δωρ. κ. αρκαδ. τ. αντί πους «πόδι»].