αργυρόπεζα

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source

Greek Monolingual

ἀργυρόπεζα, η (Α) (επίθ. θεών)
αυτή που έχει αργυρά πόδια ή σανδάλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + πέζα, δωρ. κ. αρκαδ. τ. αντί πους «πόδι»].