αρθρώνω

From LSJ

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source

Greek Monolingual

(AM ἀρθρῶ, -όω) άρθρον
1. συναρμόζω τα μέλη ενός σώματος
2. προφέρω έναρθρους ήχους
αρχ.
ενισχύω, δυναμώνω κάτι.