αριά

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source

Greek Monolingual

και ανάρια επίρρ.
1. αραιά
2. σπάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. ουδ. του επιθ. αριός < αραιός].