αρματώνω

From LSJ

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source

Greek Monolingual

(Μ ἀρματώνω) άρμα
1. εξοπλίζω
2. μτφ. εφοδιάζω πλοίο με τ' απαραίτητα εξαρτήματα («αρματώνω το καράβι», «μια βαρκούλα θ' αρματώσω»)
3. (-ομαι) ετοιμάζομαι για επίθεση.