αρσενικοβότανο
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
σερνικοβότανο και αρσενικοβότανο, το, Ν
κοινή ονομασία διαφόρων ορχιδωδών φυτών που απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα, ιδίως του γνωστού με τη λόγια ονομασία ὄρχις ο άρρην, κν. σαλέπι, και τών οποίων τις κονδυλώδεις ρίζες και τον ζωμό τους η λαϊκή παράδοση θεωρεί, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ως φάρμακο για αρρενογονία, αλλ. σερνικοχόρταρο ή σερνικοχόρτι ή σερκοχόρτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σερνικός / αρσενικός + βότανο].