αρσενικό
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
το
αμέταλλο στοιχείο (σύμβολο: As) που στη σταθερότερη ελεύθερη κατάσταση του είναι χαλυβδόφαιο, ευθραυστο στερεό με χημική θερμική και ηλεκτρική αγωγιμότητα.