Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.
ἀρσενόφρων, ο (Α)αυτός που έχει ανδρικό φρόνημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, -ενος + -φρων < φρήν, φρενός (πρβλ. δαΐφρων, ταλαίφρων)].