ασιτία
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
η (AM ἀσιτία) άσιτος
η στέρηση τροφής, το να μην τρώει κάποιος καθόλου ή να μην τρώει αρκετά
αρχ.
η έλλειψη όρεξης.