ασυμμάζευτος
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
Greek Monolingual
και -μάζωχτος και -μαζωτος, -η, -ο
1. αμάζευτος, ασύναχτος
2. ακατάστατος, απεριποίητος, ασυγύριστος
3. αυτός που δεν μπορεί να περιοριστεί, ο ασυγκράτητος.