ατύζομαι

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478

Greek Monolingual

ἀτύζομαι και ἀτύζω (Α)
1. συνταράσσομαι, τρομάζω, φοβάμαι
2. ταράζομαι από λύπη
3. εκπλήσσομαι, μένω έκθαμβος
4. (-ω) τρομάζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συσχετίστηκε με τα χεττιτ. hatuki- «τρομερός, φοβερός» και αλβ. tus «τρομάζω», ενώ σημασιολογικά αστήρικτη φαίνεται η σύνδεση με τα ατέω, άτη].