αυτογνώμων
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
αὐτογνώμων, -ον (AM)
μσν.
αυτός που εμμένει στη δική του γνώμη, ο ισχυρογνώμονας
αρχ.
αυτός που ενεργεί κατά τη δική του κρίση ή βούληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + γνώμη (πρβλ. αγνώμων, ετερογνώμων, ομογνώμων κ.ά.)].