βέρεδος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ὁ, = Lat. veredus, post-horse, Procop.Pers.2.20:—hence βερεδάριος, ὁ, Id.Aed.5.3:—also written βερηδάριος, τί ἐστί ναύτης; θαλάσσης βέρεδος. Secund.Sent.18.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): Βέραιδος Lyd.Mens.1.32, Mag.3.7, 60; βέριδον Doroth.Vis.310
caballo de posta (ἵπποι) οὓς δὴ βερέδους καλεῖν νενομίκασιν Procop.Pers.2.20.20, cf. Lyd.ll.cc., PFouad 87.27 (VI d.C.) en BL 6.41, Doroth.l.c., Callinic.Mon.V.Hyp.21.3.
Greek Monolingual
βέρεδος και βέρηδος, ο (Μ)
ταχυδρομικό άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. veredus (-i) «ταχυδρομικό άλογο»].