βαθύπεδο

From LSJ

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241

Greek Monolingual

το
1. βαθιά, χαμηλή πεδιάδα ανάμεσα σε βουνά
2. πεδιάδα που βρίσκεται λίγο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας ή και χαμηλότερα απ' αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + πέδον.