βαπορήσιος
From LSJ
διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies
Greek Monolingual
-α, -ο
1. κατάλληλος για βαπόρι, σχετικός με τα βαπόρια
2. αυτός που παρασκευάζεται και σερβίρεται μέσα στο βαπόρι, συνήθως σε υψηλότερη τιμή («καφές βαπορήσιος»).