βαρδύτερος
From LSJ
γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
English (LSJ)
Comp. in Theoc. 29.30; v. βάρδιστος.
German (Pape)
[Seite 433] compar. zu βραδύς, Theocr. 29, 30.
French (Bailly abrégé)
poét. p. βραδύτερος.
Russian (Dvoretsky)
βαρδύτερος: Theocr. compar. к βραούς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρδύτερος comp. van βραδύς.