βαρυκάρδιος
ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
English (LSJ)
βαρυκάρδιον, heavy of heart, slow of heart, hard hearted, unfeeling, stubborn, LXX Ps.4.2.
Spanish (DGE)
(βᾰρῠκάρδιος) -ον
duro de corazón, obstinado υἱοὶ ἀνθρώπων, ἕως πότε βαρυκάρδιοι; LXX Ps.4.3, ἄνθρωπος A.Petr.et Andr.18, ἡ β. ἡμῶν γενεά Gr.Nyss.Ep.3.7, β. ... ἐσμός ... βαρυζήλων Φαρισαίων Nonn.Par.Eu.Io.4.1, κόσμος Nonn.Par.Eu.Io.17.23, βαρυκαρδίους τοὺς ἀπίστους ... ὠνόμασεν Thdt.M.80.892A, Hsch.
•neutr. subst. obstinación de los judíos al rechazar a Cristo, Didym.M.39.1165D.
German (Pape)
[Seite 434] schweren, verstockten Herzens, LXX.; Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠκάρδιος: -ον, βαρύς, ἀναίσθητος τὴν καρδίαν, ὀκνηρός, Ἑβδ. (Ψαλμ. δ΄, 3), Ἐκκλ.
Greek Monolingual
βαρυκάρδιος, -ον (AM)
βαρύς, νωθρός στην καρδιά, αναίσθητος.