βημόθυρο
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
το και βημόθυρα, τα (AM βημόθυρον, το, Μ και βημόθυρα, η)
η μεσαία πύλη του Ιερού, η Ωραία Πύλη του χριστιανικού ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βήμα + θύρα.