βλῆσθαι
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
v. βάλλω. βλήσσα· βότρυν ἡμιπέιρον, Hsch. βλήσσανον· φυτὸν σχίνῳ ὅμοιον, Id. βληστάς· ὁ χερσαῖος σκορπίος, Id.
Spanish (DGE)
v. βάλλω.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 Pass. épq. de βάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βλῆσθαι poët. inf. stamaor. med. (met pass. bet.) van βάλλω.
Russian (Dvoretsky)
βλῆσθαι: эп. inf. aor. pass. = βληθῆναι (см. βάλλω).
Greek (Liddell-Scott)
βλῆσθαι: ἴδε ἐν λ. βάλλω.
Greek Monotonic
βλῆσθαι: Επικ. απαρ. Παθ. αορ. βʹ του βάλλω.