βοηθήσιμος

From LSJ

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοηθήσιμος Medium diacritics: βοηθήσιμος Low diacritics: βοηθήσιμος Capitals: ΒΟΗΘΗΣΙΜΟΣ
Transliteration A: boēthḗsimos Transliteration B: boēthēsimos Transliteration C: voithisimos Beta Code: bohqh/simos

English (LSJ)

βοηθήσιμον, curable, Thphr. HP 9.16.7.

Spanish (DGE)

-ον
que puede curar, curativo de un fármaco, Thphr.HP 9.16.7.

German (Pape)

[Seite 451] dem zu helfen ist, Gegensatz ἀβοήθητος. Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βοηθήσιμος: -ον, ὃν δύναταί τις νὰ βοηθήσῃ ἢ νὰ θεραπεύσῃ, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 16, 7.

Greek Monolingual

βοηθήσιμος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να βοηθήσει.