βοτάνισμα

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source

Greek Monolingual

το (Μ βοτανισμός, ο) βοτανίζω
το ξερίζωμα των άγριων φυτών από καλλιεργημένη περιοχή.