βουκολίσκος

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουκολίσκος Medium diacritics: βουκολίσκος Low diacritics: βουκολίσκος Capitals: ΒΟΥΚΟΛΙΣΚΟΣ
Transliteration A: boukolískos Transliteration B: boukoliskos Transliteration C: voukoliskos Beta Code: boukoli/skos

English (LSJ)

ὁ, a kind of bandage, Gal.18(1).777.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ medic. un tipo de vendaje Gal.18(1).777.

Greek Monolingual

βουκολίσκος, ο (Α)
είδος επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουκόλος. Η σημ. της λ. προήλθε από μεταφορική χρήση, η οποία δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί (πρβλ. βουβωνίσκος)].