βρέχτης

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source

Greek Monolingual

ο βρέχω
1. αυτός που φέρνει βροχές («Γενάρης χιονιστής, Φλεβάρης βρέχτης»)
2. η υδρορροή της στέγης
3. δοχείο των σιδηρουργών που το χρησιμοποιούν στην κατάβρεξη του πυρακτωμένου μετάλλου.