βρεφουργώ

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

βρεφουργῶ (-έω) (AM)
1. γεννώ
2. βρεφουργοῦμαι
(για τον Ιησού Χριστό) γίνομαι βρέφος, γεννιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρέφος + -ουργώ < -ουργός < έργον].