βροχοσκοπία
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
Greek Monolingual
και βροχοσκόπηση, η
η καταμέτρηση του ποσού της βροχής σε μια περιοχή, καθώς και οι υπόλοιπες μετεωρολογικές παρατηρήσεις που είναι συναφείς προς αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. βροχοσκοπία < βροχή + -σκοπία < -σκοπος < σκοπός
βροχοσκόπηση < βροχή + -σκόπηση < σκοπώ].