βύζαγμα

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

και βύζασμα, το βυζαίνω
1. θηλασμός, γαλουχία των νεογνών
2. η απομύζηση, το ρούφηγμα
3. η οικονομική απομύζηση κάποιου προσώπου, το να του παίρνουν διαρκώς χρήματα.