βῆθι

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. ao.2 de βαίνω.

Greek Monotonic

βῆθι: βῆναι, προστ. αόρ. βʹ και απαρ. του βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

βῆθι: дор. βᾶθι imper. aor. 2 к βαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βῆθι imperat. stamaor. 2 sing. van βαίνω.