χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
2ᵉ sg. impér. ao.2 de βαίνω.
βῆθι: βῆναι, προστ. αόρ. βʹ και απαρ. του βαίνω.
βῆθι: дор. βᾶθι imper. aor. 2 к βαίνω.
βῆθι imperat. stamaor. 2 sing. van βαίνω.