Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
γαυριῶ (γαυριάω) (AM) γαύρος
1. υπερηφανεύομαι, καμαρώνω (α. «ὥσπερ ἵπποις γαυριῶσι καὶ φρυαττομένοις πρὸς τοὺς ἀγῶνας» — άλογα που καμαρώνουν και φρουμάζουν για να πάρουν μέρος στους αγώνες, Πλούτ.
β. «ἐγαυριῶντο ἐπὶ ξίφεσιν», ΠΔ
2. είμαι γεμάτος, έχω αφθονία («γαυριῶσαι τράπεζαι»).