γαυριώ

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

γαυριῶ (γαυριάω) (AM) γαύρος
1. υπερηφανεύομαι, καμαρώνω (α. «ὥσπερ ἵπποις γαυριῶσι καὶ φρυαττομένοις πρὸς τοὺς ἀγῶνας» — άλογα που καμαρώνουν και φρουμάζουν για να πάρουν μέρος στους αγώνες, Πλούτ.
β. «ἐγαυριῶντο ἐπὶ ξίφεσιν», ΠΔ
2. είμαι γεμάτος, έχω αφθονία («γαυριῶσαι τράπεζαι»).