γδέρνω
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
(Μ γδέρνω)
1. (για ζώα) αφαιρώ το δέρμα
2. (για μέλη του σώματος) τραυματίζω
νεοελλ.
1. (για άνθρωπο) κακοποιώ, βασανίζω
2. εκμεταλλεύομαι κάποιον οικονομικά
3. καταστρέφω, ταλαιπωρώ
4. (για φυτά) ξεφλουδίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. εγδέρνω < αρχ. εκδέρω «γδέρνω», κατ' αναλογικό μεταπλασμό προς άλλα ρήματα σε -νω (πρβλ. και δέρνω, φέρνω κ.ά)].