γελωτοκάρηνος
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
Greek Monolingual
γελωτοκάρηνος, -ον (Μ)
αυτός που φοράει μάσκα γελωτοποιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέλως (-ωτος) + κάρηνον «κεφαλή»].