γενναιότητα
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
Greek Monolingual
η (AM γενναιότης) γενναίος
μεγαλοφροσύνη, ανδρεία
νεοελλ.
γενναιοδωρία, απλοχεριά
αρχ.
1. ευγενική καταγωγή, ευγένεια
2. (για τη γη) ευφορία.