ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water
Ἀπό ρίζα γεν- τοῦ γίγνομαι. Τό γεννῶ εἶναι ἐνεργητικό τοῦ γίγνομαι.Παράγωγα: γέννα (=γέννηση, καταγωγή), γενναῖος, γεννάδας (=εὐγενής), γενναιότης, γέννημα, γέννησις, γεννητής, γεννητικός, γεννητός, γεννήτωρ, γεννήτρια, ἀγέννητος.