γερανοβωτία

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γερᾰνοβωτία Medium diacritics: γερανοβωτία Low diacritics: γερανοβωτία Capitals: ΓΕΡΑΝΟΒΩΤΙΑ
Transliteration A: geranobōtía Transliteration B: geranobōtia Transliteration C: geranovotia Beta Code: geranobwti/a

English (LSJ)

ἡ, feeding of cranes, Pl.Plt. 264c (pl.).

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): -βοσία Poll.9.16
criadero de grullas χηνοβωτίας γε καὶ γερανοβωτίας Pl.Plt.264c, l. de Poll.l.c. ad loc.

Greek (Liddell-Scott)

γερανοβωτία: ἡ, τὸ βόσκειν γεράνους, Πλάτ. Πολιτ. 264C, ἴδε ἐν λ. χηνοβοσία· - παρὰ Πολυδ. Θ΄, 16 –βοσία.

Greek Monolingual

γερανοβωτία, η (Α)
το να τρέφει κανείς γερανούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέρανος + -βωτία < -βώτης < βόσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γερανοβωτία -ας, ἡ γέρανος, βόσκω kraanvogelfokkerij. Plat. Plt. 264c.