γερόντιο

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

German (Pape)

[Seite 486] sagt der Schthe Ar. Th. 1199 für

Greek Monolingual

το (AM γερόντιον)
γεροντάκι, γεράκος
αρχ.
η γερουσία τών Καρχηδονίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του γέρων (-οντος)].

Russian (Dvoretsky)

γερόντιο: в произнош. скифа Arph. = γερόντιον 1.