γεωειδής

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264

Greek Monolingual

-ές
1. ο γεώδης
2. το ουδ. ως ουσ. το γεωειδές
η επιφάνεια της μέσης στάθμης τών θαλασσών που προεκτείνεται νοητά κάτω από τις ηπείρους και πρέπει σε κάθε σημείο της να είναι κάθετη προς το νήμα της στάθμης. το γεωειδές προσδιορίζει τη μορφή της γης για τη γεωδαισία.