γκιφάρι

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389

Greek Monolingual

γοφάρι και γουφάρι και γκιφάρι, το (Μ γομφάριον και γουφάριον)
ονομασία του ψαριού αμία ή τεμνόδους ο πηδητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός τ. του αρχ. γόμφος.