γλωσσίδιον
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
Att. γλωττίδιον, τό, Dim. of γλῶσσα, Zen.5.65 (pl.).
II Dim. of γλωττίς ΙΙ, Porph.in Harm.p.273.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 lengüeta de un instrumento musical μετενήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν γλωσσιδίων τῶν ἐν τοῖς αὐλοῖς Zen.5.65, εἰς τοὺς αὐλοὺς ἅμα διὰ τῶν ἐν αὐτοῖς γλωσσιδίων κατελάμβανον Porph.in Harm.119.17.
2 lengüecilla a modo de trompa que tendrían los fetos en el seno materno para captar el alimento, Phlp.in GA 119.11.
Greek (Liddell-Scott)
γλωσσίδιον: ἀττ. γλωττ-, τό, ὑποκορ. τοῦ γλῶσσα, Παροιμιογρ. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ γλωττὶς ΙΙ, Πορφ. ἐν Πτολ. Μουσ. 273.
German (Pape)
τό, = γλωσσάριον, Sp.