γουλιά

From LSJ

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπωςlive in a manner above reproach and without offence to others

Source

Greek Monolingual

η γούλα
1. η ποσότητα νερού ή άλλου ποτού που χωράει στη στοματική κοιλότητα για μία μόνο κατάποση, ρουφηξιά
2. (για τα υγρά) μικρή ποσότητα.