δασίλα

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

η δάσος
η μυρωδιά του δάσους ή από τα φύλλα και τα άνθη την άνοιξη ή από τα σάπια φύλλα τον χειμώνα.