δασοκόμος

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

ο, η
1. ο ειδικός στη δασοκομία
2. υπάλληλος ειδικά εκπαιδευμένος για τη φύλαξη και επιτήρηση τών δασών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + -κόμος < κομώ «φροντίζω»].