δεματιάζω

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414

Greek Monolingual

και δεματίζω δεμάτι
1. κάνω δεμάτια, συσκευάζω σε δέματα («δεματιάζω ξύλα, χόρτα κ.τ.ό.»)
2. φρ. α) «δεματιάζω τ' αβγά» — κοπιάζω άδικα
β) «αποκλάδιαζε, αν θες να δεματιάζεις» — πρέπει να εξαλείψεις τις αιτίες τών συγκρούσεων αν θέλεις να συμφιλιώσεις τα αντίθετα μέρη
γ) «κακά δεμάτιασες, κακό φορτίο θα κάνεις» — δουλειά που άρχισε άσχημα δεν θα έχει καλό τέλος.