δεματιάζω
From LSJ
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
Greek Monolingual
και δεματίζω δεμάτι
1. κάνω δεμάτια, συσκευάζω σε δέματα («δεματιάζω ξύλα, χόρτα κ.τ.ό.»)
2. φρ. α) «δεματιάζω τ' αβγά» — κοπιάζω άδικα
β) «αποκλάδιαζε, αν θες να δεματιάζεις» — πρέπει να εξαλείψεις τις αιτίες τών συγκρούσεων αν θέλεις να συμφιλιώσεις τα αντίθετα μέρη
γ) «κακά δεμάτιασες, κακό φορτίο θα κάνεις» — δουλειά που άρχισε άσχημα δεν θα έχει καλό τέλος.